επιληψία, -ae, f οιστραδιόλη - Οιστραδιόλη, -i, η Etazol - Aethazolum, -i, n αιθακριδίνη - Aethacridinum, -i, n Αταμίδιο - Aethamidum, -i, n αιθανολικό νάτριο - Aethaminalum
[el.icaremedicalcenter.com]
[…] την καταπολέμησή τους epiduralis, e επισκληρίδιο που βρίσκεται πάνω από το dura mater επιγαστραλγία, εε στ επιγαστραλγία, πόνος, στην επιγαστρική (επιγαστρική) περιοχή η επιληψία
[el.icaremedicalcenter.com]
η επιληψία, μια ψυχική ασθένεια που εκδηλώνεται περιοδικά με επιθέσεις από επιληπτικές κρίσεις ή επιληπτικές κρίσεις ερύθημα, ερύθημα atis n, ερύθημα του δέρματος λόγω υπεραιμίας
[el.icaremedicalcenter.com]